μόχθος

μόχθος
μόχθος (-ος, -ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις.)
1 toil esp. in athletic effort: cf.

πόνος. μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν, τῶν δὲ μόχθων ἀμπνοάν O. 8.7

ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν O. 10.93

ἀνὴρ ἐξαίρετον ἕλε μόχθον (sc. Ἰξίων) P. 2.30μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἧτορ ἔχοισαP. 9.31

γλυκεῖάν τοι Μενάνδρου σὺν τύχᾳ μόχθων ἀμοιβὰν ἐπαύρεο N. 5.48

εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (sc. καλὰ ἔργα) N. 7.16

ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ, ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.31

ἐπεὶ κούφα δόσις ἀνδρὶ σοφῷ ἀντὶ μόχθων παντοδαπῶν ξυνὸν ὀρθῶσαι καλόν I. 1.46

οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν I. 5.57

μὴ προφαίνειν τίς φέρεται μόχθος ἄμμιν fr. 42. 2.

μόχθος ἡσυχίαν φέρει καιρῷ καταβαίνων Pae. 2.33

Πηλέος ἀντιθέου μόχθοις νεότας ἐπέλαμψεν μυρίοις (Bergk: μόχοι, μοχθοῖν codd.) fr. 172. 2. met. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (sc. δρῦς) P. 4.268 and so, object of toil, task,

ἐς Τροίαν, ἥρωσι μόχθον I. 6.28

ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (φησὶ δὲ τὸν λτ;γτ;έρξου πόλεμον. Σ.) I. 8.11

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μόχθος — μόχθος, ο και μόχτος, ο κόπος σωματικός, καταπόνηση, ταλαιπωρία, βάσανο: Βγάζει με μόχθο το ψωμί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μόχθος — toil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθος — και μόχτος, ο (ΑΜ μόχθος, Μ και μόχτος) 1. σωματικός κόπος, επίπονη προσπάθεια, καταπόνηση: 2. ταλαιπωρία μσν. 1. θλίψη 2. βιασύνη, σπουδή 3. βιοπάλη αρχ. 1. στον πληθ. οι μόχθοι οι δυσχέρειες, τα βάσανα 2. φρ. «μόχθος τέκνων» μόχθος υπέρ τών… …   Dictionary of Greek

  • μόχθω — μόχθος toil masc nom/voc/acc dual μόχθος toil masc gen sg (doric aeolic) μοχθόω weary pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) μοχθόω weary imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθε — μόχθος toil masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοι — μόχθος toil masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοιο — μόχθος toil masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοις — μόχθος toil masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοισι — μόχθος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθοισιν — μόχθος toil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόχθον — μόχθος toil masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”